τσαγιέρα

τσαγιέρα
η, Ν
σκεύος στο οποίο παρασκευάζεται και με το οποίο σερβίρεται το τσάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσάι + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. αλατ-ιέρα), με ανάπτυξη ευφωνικού -γ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσαγιέρα — τσαγιέρα, η και τσαγιερό, το ειδικό δοχείο για το βράσιμο του τσαγιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιέρα — κατάληξη θηλ. ουσ. τα οποία αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική τόσο ιταλικών λέξων που σημαίνουν θήκη, δοχείο (πρβλ. σαλτσιέρα < salsiera), ταμπακιέρα < tabacchiera), φρουτιέρα < fruttiera) όσο και γαλλικών (πρβλ. γκαρσονιέρα <… …   Dictionary of Greek

  • τεϊοδόχη — η, Ν (λόγιος τ.) η τσαγιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέιο(ν) + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • τσαγιερό — το, Ν η τσαγιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάι + κατάλ. ερό (πρβλ. λαδ ερό)] …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • πορσελάνινος — η, ο ο κατασκευασμένος από πορσελάνη: Τσαγιέρα πορσελάνινη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαμοβάρι — το (λ. ρωσ.), μετάλλινο σκεύος όπου βράζουν το νερό για το τσάι, τσαγιέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαγιερό — το βλ. τσαγιέρα, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”